Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013

ΑΓΑΠΗΣΕΙΣ ΚΥΡΙΟΝ ΤΟΝ ΘΕΟΝ ΣΟΥ ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΛΗΣΙΟΝ ΣΟΥ ΩΣ ΕΑΥΤΟΝ


Αγαπητοί μου αδελφοί και φιλοί

Χαίρεται.

Ακούσαμε πριν από λίγο, στο Ευαγγελικό ανάγνωσμά, περιγράφεται το γεγονός της συνάντησης του Ιησού με νομοδιδάσκαλο, του Μωσαϊκού Νόμου, ο οποίος προσπαθούσε να παγιδεύσει τον Ιησού μέσα από τα λεγόμενά του. Το γεγονός αυτό, τοποθετείται χρονικά, μετά την θριαμβευτική είσοδό Του Κυρίου, στην πόλη των Ιεροσολύμων και λίγο πριν από το Θείον και Εκούσιο Πάθος.
Ο νομοδιδάσκαλος ρωτά τον Ιησού για το ποια εντολή θεωρεί ως την πιο μεγάλη σε σημασία, μέσα από το Μωσαϊκό  Νόμο. Και ο Κύριος του αποκρίνεται και  λέει ότι η πιο μεγάλη εντολή όσον αφορά το μέγεθος της σημασίας του νοήματός της είναι η εξής εντολή: «Ν’ αγαπάς Κύριο τον Θεό σου μ’ όλη την καρδία σου, μ’ όλη την ψυχή σου και μ’ όλο το νου σου». Συνεχίζει όμως ο Ιησούς και του προσθέτει και δεύτερη εντολή: «Ν’ αγαπάς τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου». Σ’ αυτές τις δύο εντολές θεωρεί ο Ιησούς ότι συνοψίζεται όλο το νόημα του Νόμου και των Προφητών. Μιας και με την απάντησή Του αυτή, θα είχε την προσοχή του ακροατηρίου Του, και ειδικότερα των Φαρισαίων και εδώ ακριβώς θέτει το ερώτημα: «Τι νομίζετε για το Μεσσία; Ποιανού απόγονος είναι;» και λαμβάνει την απάντηση: «Του Δαβίδ». Ο Κύριός μας συνεχίζει την ομιλία του, με την τοποθέτηση ενός ακόμη  ερωτήματος, πώς ο Μεσσίας θεωρείται υιός Δαβίδ και ο ίδιος ο Δαβίδ τον αποκαλεί Κύριό του. Αν ο Δαβίδ τον ονομάζει «Κύριο», πως είναι απόγονός του; Μετά από αυτή τη συγκεκριμένη ερώτηση, αφού κανένας δεν μπορούσε να δώσει απάντηση, κανείς δεν τόλμησε και να ρωτήσει ξανά τον Ιησού, προκειμένου να τον παγιδεύσει «εν λόγω».

Αν και αρχικά οι νομοδιδάσκαλοι έθεταν ερωτήματα στον Χριστό, δεν ήταν γιατί ήθελαν πράγματι να διδαχθούν μέσα από τη συζήτηση αυτή, αλλά ήταν για να Τον παγιδέψουν, όπως σε άλλο σημείο μας αναφέρουν οι Ευαγγελιστές. Ο Ιησούς απαντά στα ερωτήματα που του τίθενται και με τη σειρά του τους ερωτά κάποια πράγματα. Με τα ερωτήματα αυτά που θέτει ο Ιησούς ήθελε να τους οδηγήσει στην παραδοχή της διαδοχής της γενεάς του Δαβίδ στο πρόσωπό Του και της αναγνώρισης της πλήρωσης του ρόλου του Μεσσία στον Ίδιο. Οι Ιουδαίοι όμως δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού τον αναμενόμενο Μεσσία, ο οποίος ήρθε για τη σωτηρία του λαού του Ισραήλ. Η περικοπή αυτή και το γεγονός το οποίο περιγράφεται, έρχεται ως επισφράγισμα και κατάληξη της δημόσιας διδασκαλίας και δράσης του Χριστού, αφού προηγουμένως δρούσε διδάσκοντας, κηρύττοντας και επιτελώντας θαύματα και ιάσεις.

 

Η μεγάλη εντολή του Θεού, δηλαδή η πιο σπουδαία και καίρια για τη σωτηρία του ανθρώπου, αυτή την οποία δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, είναι ἡ διπλή διάσταση της Αγάπης: προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Ο Κύριος με άλλα λόγια μάς προσανατολίζει στον πυρήνα του αγίου θελήματος του Θεού: ότι έχει πει και ότι έχει ζητήσει από το λαό Του, να επιτελεί και να κάνει, πρέπει να προϋποθέτει και να καταλήγει στην αγάπη. Η αγάπη είναι αυτό που θέλει ο Θεός, η αγάπη είναι αυτό που αρέσει στο Θεό. Θα ακούσουμε ξανά από τον ίδιο Τον Κύριο να μας βεβαιώνει ότι ο Θεός αγάπη εστί. Καώ με το δεδομένο της δημιουργίας του ανθρώπου κατ εικόνα και καθ ομοίωση Θεού, άρα και ὁ άνθρωπος πρέπει να ζει με αγάπη. Η αγάπη αποτελεί τη φυσιολογία του. Συνέπεια ‘όλων αυτών είναι, σκέψεις, λόγια, συμπεριφορές  πού καταστρατηγούν το  αυτό θέλημα  του Θεού, να  οδηγούν σε αλλοίωση της προσωπικότητάς , να διαστρεβλώνουν τον άνθρωπο και να τον κάνουν αληθινά απάνθρωπο και υπάνθρωπο. Γι αυτό και δεν είναι τυχαίο ότι ὁ Κύριος με απόλυτο τρόπο επικέντρωσε στην αγάπη. «Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή ἡ ἐμή, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους᾽». Το ‘ιδιο και οι  μαθητές και απόστολοι Του: «῾Πάντα ὑμῶν ἐν ἀγάπῃ γινέσθω»

᾽.

 Γιατί όμως αγαπητοί αδελφοί, αυτό που πρέπει να είναι η φύση του ανθρώπου η αγάπη δίδεται από τον Θεό με την μορφή κάποιας εντολής.  Γιατί εντολή και μάλιστα μεγάλη; Ο λόγος είναι ότι  προϋποτίθεται ἡ πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία και επομένως ἡ αλλοίωση της φυσιολογηκότητας του. Ο Θεός δηλαδή τονίζει την αγάπη ως προσανατολισμό στην κανονική του κατάσταση, την δίνει  με τη μορφή της εντολής προκειμένου να βοηθείται  ὁ άνθρωπος στην αναπηρία πού επέστη οπό την αμαρτία του. όπως κάποιος ώριμος θα μπορούσαμε να πούμε άνθρωπος κινείται στην πραγμάτωση του καθήκοντός του, οπό εσωτερική ανάγκη χωρίς κανένα εξαναγκασμό και καμιά επιβολή, ενώ ένας επιπόλαιος και ανώριμος  έχει ανάγκη την περιχαράκωση πού δημιουργεί μία εντολή, κατά τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε και εδώ : ὁ άνθρωπος της πτώσης χωρίς πια την ωριμότητα της ελεύθερης Αγάπης είχε ανάγκη την εντολή για αγάπη. Η εντολή συνιστούσε τη ράβδο και τη βακτηρία, που θα ακουμπούσε για να συνεχίσει.

 

 Η παρατήρηση του Κυρίου από την άλλη για τη διπλή διάσταση της αγάπης: προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Ο άνθρωπος καλείται να αγαπά τον Θεό με τον ίδιο τρόπο πού καλείται να αγαπά και τον συνάνθρωπό του. Κι αντιστρόφως: να αγαπά τον συνάνθρωπό του όπως και τον Θεό. Καμία διάσπαση δεν μπορεί να γίνει στη διπλή σχέση αυτή, αν θέλει κανείς να είναι στην αγάπη. Εκείνος πού τόνισε με μοναδικό τρόπο τη σύνδεση αυτή, ήταν ὁ Άγιος Ιωάννης ὁ Θεολόγος. «Εάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν, καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν. ῾Ο γάρ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν ὅν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν; Καί ταύτην τήν ἐντολήν ἔχομεν ἀπ᾽ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν ἀγαπᾷ καί τόν ἀδελφόν αὐτοῦ᾽». Μετράμε λοιπόν τον βαθμό της Αγάπης μας στον Θεό, άρα και κατά πόσο ανήκουμε σε Αυτόν και τον έχουμε παρόντα στη ζωή μας, από τον βαθμό της αγάπη μας στον συνάνθρωπό μας. Και μάλιστα, ως γνωστόν, τον όποιον συνάνθρωπό μας ανεξάρτητα από καταγωγή, μόρφωση, φύλο, κοινωνική τάξη. Η παραβολή του καλού Σαμαρείτη δεν αφήνει και εδώ κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Γι αυτό και ὁ λόγος των αποστόλων, όπως του Παύλου, είναι σαφέστατος: «῾Οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος οὐδέ ῞Ελλην,οὐκ ἔνι δοῦλος ἤ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ. Πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστέ ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ᾽»

.

Η εντολή της Αγάπης προς τον Θεό και τον άνθρωπο συνιστά την προτεραιότητα πού ζητά ὁ Κύριος για την είσοδο στη Βασιλεία Του. Όταν προτρέπει «῾ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν καί τήν δικαιοσύνην τοῦ Θεοῦ καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν᾽» στην πραγματικότητα προτρέπει να στεκόμαστε πάντοτε πάνω στην αγάπη. Αυτή συνιστά τον δρόμο, δηλαδή τον ίδιο τον Χριστό. Δρόμοι και μονοπάτια εκτός της Αγάπης δεν υπάρχουν. Μπορεί κανείς να έχει όλες τις αρετές, αν λείπει όμως ἡ αγάπη πού τις ενώνει και τους δίνει νόημα, δεν έχει τίποτε. Μα και από την άλλη μεριά και μόνο η ώθηση του εαυτού μας σε αυτήν την προτεραιότητα μάς οδηγεί μακριά οπό οποιαδήποτε ταραχή και από τον σκληρό πόλεμο των  λογισμών. Η αγάπη αν γίνει αποδεκτή από τον άνθρωπε συνιστά τη λύση όλων των προβλημάτων του.

 

Η επισήμανση ότι ο Ιησούς είναι «Υιός Δαβίδ» αναφέρεται στο θέμα της γενεαλογίας του Ιησού Χριστού. Μέσα από την οποία διαφαίνεται η «συγγένεια», η σχέση του Δαυίδ και του Ιησού Χριστού ως άμεσου απογόνου του. Ο Ιησούς ονομάζεται «Υιός Δαβίδ» γιατί σαν άνθρωπος καταγόταν από την ρίζα του Προφήτου Δαβίδ και αυτό θα ήταν ακόμη μία απόδειξη ότι στο Πρόσωπό Του γίνεται η πλήρωση των προφητειών περί της έλευσης του Μεσσία. Ότι δηλαδή ο Μεσσίας θα ήταν απόγονος εκ της οικογένειας του Δαβίδ.

Ο Κύριος κάνει χρήση ψαλμικού αποσπάσματος στην συγκεκριμένη περικοπή στο οποίο ο Βασιλιάς Δαβίδ αποκαλεί τον Μεσσία με τον επιθετικό προσδιορισμό «Κύριο» αναγνωρίζοντας τη θεότητα στο πρόσωπό Του χρησιμοποιώντας στίχους από τον 109ο (εκατοστό ένατο) δαβιδικό ψαλμό «Είπεν Κύριος τω Κυρίω μου κάθου εκ δεξιών μου, έως αν θω τους εχθρούς σου υποκάτω των ποδών σου» (Ψαλμ. 109, 1). Η χρήση του συγκεκριμένου στίχου γίνεται για να δείξει ο Ιησούς ότι «Κύριος» είναι και ο Θεός Πατέρας, αλλά «Κύριος» είναι και ο Θεός Υιός – Μεσσίας.
Ακόμη γίνεται χρήση μίας επίκαιρης εικόνας για τα δεδομένα της εποχής εκείνης όπου οι συμβασιλείς κάθονταν σε θρόνους ο ένας δίπλα στον άλλο υποδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό ότι υπήρχε ισότιμη κυριότητα τόσο στον ένα όσο και στον άλλο βασιλιά και ότι κανείς εκ των δύο δεν ήταν ανώτερος από τον άλλο. Την εικόνα αυτή τη χρησιμοποιεί ο ψαλμωδός για να επιδείξει το ισότιμο του Θεού Πατέρα και του Θεού Υιού. Όπως αναφέρεται και στο Σύμβολο της Πίστεώς μας «… και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού τον Μονογενή, τον εκ του πατρός γεννηθέντα προ πάντων των αιώνων, Φως εκ Φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού γεννηθέντα, ου ποιηθέντα, ομοούσιο τω Πατρί…» αποδεικνύοντας έτσι την πίστη μας για το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ως Υιού του Θεού κατά όλα ομούσιος.

Η ευαγγελική περικοπή αναγιγνώσκεται στις εκκλησίες μας την Κυριακή μετά την Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Μετά τον εορτασμό του γεγονότος της εισόδου του Ιησού Χριστού ως τεσσαρακονθήμερος εις το Ναό «κατά την συνήθειαν του σκιώδους και νομικού γράμματος» (συναξάρι της Β’ Φεβρουαρίου), ακριβώς για να τονισθεί ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος. Επίσης για να πληρωθεί και εδώ το προφητικό «Μη νομίσητε ότι ήλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας, ουκ ήλθον καταλύσαι αλλά πληρώσαι» (Μτθ. 5,17). Έρχεται και ως απάντηση σε όσους πιστεύουν ότι ο Ιησούς Χριστός, «ο εκ παρθένου Μαρίας τεχθείς και εν φάτνη ανακληθείς» δεν ήταν ο Μεσσίας που αναμενόταν για την σωτηρία του λαού του Θεού. Αμήν

Γόρτυνα 03/02/2012

Πατήρ Δημήτριος