Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Ο ΞΕΧΑΣΜΕΝΟΣ ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ

Ο ξεχασμένος σύνδεσμος Λειτουργίας και Θεολογίας
Του π. Φιλίππου Ζυμάρη, Επικούρου Καθηγητή Λειτουργικής Τιμίου Σταυρού Βοστώνης - για το Amen.gr


Η Ορθόδοξη λατρευτική ζωή είναι για μας μια «ζωντανή Θεολογία»  Δηλαδή, συμμετέχοντας στις κοινές μας λατρευτικές ακολουθίες κάνουμε αληθινή «Θεολογία», καθώς βιώνουμε με χειροπιαστό τρόπο αυτά τα οποία διδάσκονται και διαβάζουν στα θεολογικά εγχειρίδια οι φοιτητές που πηγαίνουν στις θεολογικές σχολές να σπουδάσουν Θεολογία.  Εκ πρώτης όψεως η θέση αυτή εκπλήσσει, εφόσον οι πιο πολλοί εκλαμβάνουν την προσέλευσή μας στην εκκλησία τις Κυριακές και στις εορτές των μεγάλων αγίων απλώς ως μία Χριστιανική «υποχρέωση», και όχι ως «Θεολογία».  Η δοξασία αυτή παραδόξως δεν στέκει καθόλου.  Μια τέτοια λαϊκή αντίληψη που χωρίζει την «Θεολογία» από αυτό που κάνουμε μέσα στην εκκλησία είναι ένα πρόσφατο φαινόμενον που κατάγεται από δυτικές επιρροές που απέχουν πολύ από τις δικές μας παραδοσιακές Ορθόδοξες διδασκαλίες.
 Δυστυχώς τέτοιες αντιλήψεις είναι ακόμη ριζωμένες για τα καλά σε πολλούς Ορθόδοξους κύκλους σήμερα.  Στις γραμμές που ακολουθούν θα αποπειραθώ να ανιχνεύσω τον παραδοσιακό αυτό σύνδεσμο μεταξύ Θεολογίας και Λειτουργίας στην Εκκλησία μας δια μέσω παραδειγμάτων από τη λατρευτική μας ζωή και ίδίως από τα μυστήρια της Εκκλησίας.
Η μελέτη των πηγών καθιστά σαφές το γεγονός ότι η μία Εκκλησία του Χριστού του πρώϊμου Χριστιανισμού στη Δύση και στην Ανατολή (δηλαδή αναφερόμαστε εδώ στην «μίαν αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν» την οποία ομολογούμε στο Σύμβολον της Πίστεως κάθε Κυριακή) δεν ξεχώριζε μεταξύ «Θεολογίας» και «Λειτουργίας», όπως οι άνθρωποι συνηθίζουν να κάνουν σήμερα.  Με άλλα λόγια, οι πιστοί της αρχαίας Εκκλησίας δεν θεωρούσαν την «Θεολογία» ως προνόμιο των λίγων «ειδικών» που σπουδάζουν Θεολογία σε σχολές.  Μάλλον, η Θεολογία γινόταν αντιληπτή ως λατρεία του Θεού και συγκεκριμένα ως λειτουργική συμμετοχή στην Εκκλησία, η οποία συμμετοχή ήταν προνόμιο και εμπειρία κάθε βαπτισμένου Χριστιανού.  Η η ίδια η ετυμολογία της λέξεως «Θεολογία» μας βοηθά να κατανοήσουμε αυτήν την έννοια: η λέξη απαρτίζεται από τη λέξη «Θεός» και «Λόγος», επομένως, η βαθειά έννοια της λέξεως είναι ακριβώς «λόγια κατάλληλα για το Θεό», τα οποία λόγια για τον Χριστιανό δεν μπορούν παρά να είναι η προσευχή και ιδίως οι ευχές που προσευχόμαστε όλοι μαζί στις λατρευτικές μας συνάξεις.  Είναι αξιοσημείωτο ότι η λέξη «σύναξις» και η φράση “συναξις επί το αυτό” που βρίσκονται στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου σημαίνουν «Ευχαριστία», δηλαδή είναι ταυτόσημες με την έννοια της Θείας Λειτουργίας.  Εν πλήρει συμφωνία με την έννοια αυτή, κατά τον 14ο αιώνα, ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας μας παρουσιάζει έναν ορισμό της Εκκλησίας όταν είπε ότι η Εκκλησία «σημαίνεται εν τοις μυστηρίοις», δηλαδή, η Εκκλησία φαίνεται, υπάρχει, υφίσταται, εκεί που είναι τα μυστήρια.  Η Θεία Ευχαριστία - δηλαδή η Θεία Λειτουργία - πάντοτε εθεωρείτο το «μυστήριο των μυστηρίων», το μυστήριο δηλαδή που κάθιστά την Εκκλησία Εκκλησία και που δίνει περιεχόμενο και νόημα στα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας (στη βάπτιση, γάμο, ιεροσύνη, κ.λπ.).  Το ερώτημα όμως είναι: γιατί έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τον 14ο αίώνα να ορίσει ένας άγιος θεολόγος την Εκκλησία; Φαίνεται ότι η αρχαία Εκκλησία δεν είχε τέτοια ανάγκη, δεν χρειαζόταν έναν τέτοιο θεολογικό ορισμό της Εκκλησίας διότι οι Χριστιανοί τότε βιώναν ως εμπειρία στην λατρευτική τους ζωή το τι είναι η Εκκλησία.  Και αυτή η εμπειρία ήταν αληθινή Θεολογία, όχι ως γνώση από βιβλία αλλά ως καθημερινή πραγματικότητα.
Παρόλο που τείνουμε να λησμονούμε αυτόν τον σύνδεσμο (η, καλύτερα, ταυτότητα) μεταξύ Θεολογίας και λειτουργίας (λατρευτικής συμμετοχής), η σχέση αυτή διατηρείται στη δομή των ακολουθιών μας και στην αρχιτεκτονική και διακόσμηση των εκκλησιών μας όπως θα δούμε παρακάτω.
Όποιος είχε ποτέ το καθήκον να ξεναγεί κόσμο στις εκκλησίες μας, όπως συνηθίζεται στα πλαίσια των φεστιβάλ (που συνηθίζονται να γίνονται σε ενορίες στο εξωτερικό, ιδίως στην Αμερική), ξέρει πως εντυπωσιάζονται οι άνθρωποι όταν μπαίνουν σε Ορθόδοξη εκκλησία για πρώτη φορά.  Εντυπωσιάζονται από τη διακόσμηση, τα χρώματα, την τέχνη, την ευωδία του θυμιάματος και τη γενική περιρρέουσα ατμόσφαιρα.  Ο θεατής έχει την αίσθηση παραδείσου στη γη, την αίσθηση δηλαδή ενός χώρου στον οποίο στήνεται μια συνεχής εορτή.  Μάλιστα, παρατηρεί κανείς ότι στη λατρεία που γίνεται σ’αυτόν τον χώρο, όλες οι πέντε αισθήσεις συμμετέχουν ενεργά.  Υπάρχει θεολογικός λόγος γι’αυτό.  Εφόσον ο άνθρωπος, κατά τη θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας, είναι ψυχοσωματική οντότητα, ενιαίο ον, και όχι ψυχή αποκομμένη από το σώμα, όλος ο άνθρωπος, ψυχή τε και σώμα, συμμετέχει στη λατρεία.  Βλέπουμε και αγγίζουμε τις εικόνες, μυρίζουμε θυμίαμα, ακούμε τη ψαλτική και γευόμαστε τη Θεία Κοινωνία.  Τα αγιογραφικά αναγνώσματα και το κήρυγμα αποτελούν πνευματική τροφή για την ψυχή και η Θεία Κοινωνία αποτελεί πνευματική και υλική τροφή (εφόσον απαρτίζεται η Θεία Μετάληψη από υλικά συστατικά) για σώμα, ψυχή και νου. Έτσι βιώνει ο πιστός στη λατρεία μία ριζική και μοναδικά χριστιανική θεολογική διδασκαλία της Εκκλησίας – την διδασκαλία της Ενσαρκώσεως του Κυρίου («ο Λόγος σαρξ εγένετο...», Ιωάνν. 1:14), δηλαδή το ότι ο Χριστός ενσαρκώθηκε, προσέλαβε σώμα σαν το δικό μας.  Γιαυτό το λόγο με την ενσάρκωση αγιάζεται κατ’επέκταση το δικό μας σώμα, οι αισθήσεις μας και όλος ο υλικός κόσμος.‘Επομένως, το σώμα συμμετέχει και αγιάζεται στη λατρεία μας όπως και η ψυχή.
Το γεγονός αυτό έχει λησμονηθεί κάπως σε άλλες χριστιανικές κοινότητες και αυτό φαίνεται στο τρόπο με τον οποίο λατρεύουν τον Θεό και στην ανάλογη αρχιτεκτονική και διακόσμηση των εκκλησιών τους.  Οι πιο πολλοί μη Ορθόδοξοι χώροι λατρείας συχνά μοιάζουν πιο πολύ με αίθουσα παρά με εκκλησία.  Συνήθως υπάρχει φειδωλή διακόσμηση και καθόλου εικόνες.  Το κεντρικό σημείο αναφοράς σε τέτοια λατρευτικά κτήρια είναι συνήθως ο άμβωνας, δηλαδή ο χώρος από τον οποίο οι «πάστορές»τους κάνουν το κήρυγμα.  Στη δική μας εκκλησία, ενώ ο άμβων και το κήρυγμα είναι σημαντικά στοιχεία στην επίπλωση της εκκλησίας και στη δομή της λειτουργίας αντιστοίχως, παρατηρεί κανείς ότι τα βλέμματα των πιστών συγκεντρώνονται μάλλον μπροστά στο ιερό και στην Αγία Τράπεζα όπου τελείται το μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως.  Το μήνυμα, επομένως, των μη Ορθόδοξων χώρων λατρείας είναι ότι η διδασκαλία -το κήρυγμα -είναι ο κύριος λόγος για το οποίο ερχόμαστε στην εκκλησία, ενώ στις δικές μας εκκλησίες το μήνυμα είναι ότι ερχόμαστε για το όλο μυστήριο του Χριστού και να ενωθούμε τελικά μαζί του με έναν πραγματικό, σωματικό και χειροπιαστό τρόπο με την Θεία Κοινωνία.  Στη πρώτη περίπτωση η κατανόηση του Θεού με το μυαλό τονίζεται, ενώ στη δεύτερη δίδεται έμφαση στο μυστήριο, στην κοινωνία και στην εμπειρία του Θεού με όλο το είναι του πιστού.
Η αρχιτεκτονική των εκκλησιών μας και η λατρεία που γίνεται σ’αυτούς τους χώρους, επομένως, τονίζει τον άνθρωπο στην πληρότητά του.  Επί παραδείγματι, παρ’όλο που οι Ορθόδοξες εκκλησίες που κτίστηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες συνήθως έχουν στασίδια, στις Ορθόδοξες χώρες, όπως στην Ελλάδα κάποτε, οι εκκλησίες - εκτός από στους τείχους - δεν είχαν στασίδια και ο εσωτερικός λατρευτικός χώρος ήταν μεγάλος, ελεύθερος χώρος στον οποίο ο πιστός ήταν ελεύθερος να κυκλοφορεί ανενόχλητα και να κάνει μετάνοιες και να προσκυνεί τις εικόνες όποτε ένοιωθε την ανάγκη.  Δηλαδή, με τέτοια διαρρύθμιση του χώρου λατρείας, ο πιστός ενθαρρύνεται να λατρεύει το Θεό με όλο του το είναι, με το σώμα και όχι μόνο τη ψυχή η το μυαλό.  Για τον ίδιο λόγο στην Ορθόδοξη βάπτιση, π. χ., τα μωρά που βαπτίζονται λαμβάνουν και το χρίσμα και κοινωνούν, ενώ μερικοί άλλοι μη Ορθόδοξοι Χριστιανοί δεν χρίουν και δεν κοινωνούν τα μωρά τους μέχρι να φθάσουν σε μια ηλικία που θα «καταλαβαίνουν» με το μυαλό τους “τι τους γίνεται”.  Ποιός, όμως, άσχετα από την ηλικία, μπορεί όντως να «καταλάβει» το μυστήριο του Θεού;  Ο δικός μας τρόπος δείχνει ότι ο Θεός μπαίνει στην ζωή μας ως εμπειρία του όλου άνθρώπου, και όχι ως «διδασκαλία» που κατανοείται μόνον από έναν αναπτυγμένο και «ώριμο» μυαλό.  Συνεπώς, εφόσον, και τα νήπια, κατά τη θεολογική μας διδασκαλία, είναι πλήρεις άνθρωποι, δικαιούνται τη βάπτιση, το χρίσμα και τη Θεία Μετάληψη αμέσως.  Οπότε δεν υπάρχει συγκεκριμένη ηλικία που έχει το προνόμιο της εμπειρίας αυτής στην Ορθόδοξη αντίληψη!
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ όμως ότι η θεολογική αρχή αυτή που τονίζει τον όλο άνθρωπο έχει σχέσεις και με μια άλλη μοναδικά χριστιανική διδασκαλία: την διδασκαλία της Αναστάσεως. Η Βίβλος και η διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας τονίζουν ότι, εφόσον αναστήθηκε ο Χριστός, θα γίνει γενική ανάσταση στη Δευτέρα Παρουσία, στην οποία θα αναστηθούν τα σώματα όλων των ανθρώπων και, κατ’επέκτασιν, θα μεταμορφωθεί όλο το σύμπαν, όλη η υλική κτίση.  Συνεπώς, όπως όλος ο άνθρωπος θα συμμετάσχει στη δόξα των εσχάτων καιρών, έτσι ακριβώς σ’αυτήν την τωρινή ζωή όλος ο άνθρωπος συμμετέχει στην λατρεία του Θεού.
Η θεολογική αρχή αυτή καθίσταται ιδιαιτέρως σαφή στα Ορθόδοξα μυστήρια.  Φαίνεται ότι, σε σχέση με τους μη Ορθόδοξους, τα Ορθόδοξα μυστήρια χρησιμοποιούν πιο πολύ ύλη, υπάρχει δηλαδή κάτι που θα μπορούσε να όνομάσει κανείς «λειτουργικό ρεαλισμό» στην Ορθόδοξη πράξη, μια αίσθηση ότι ο,τι κάνουμε το κάνουμε με έντονη σωματική  και υλική διάσταση, όλα γίνονται «κυριολεκτικά» και όχι «συμβολικά» η προσποιητά.  Στην αρχή της Ορθόδοξης ακολουθίας της βαπτίσεως, παραδείγματος χάριν, στην απόταξη των κακών δυνάμεων που γίνεται ως προϋπόθεση για την υπόλοιπη ακολουθία, φτύνουμε προς δυσμάς ως κυριολεκτική έκφραση της απορρίψεως του κακού.  Μάλιστα η πράξη αυτή έχει περάσει και στην καθημερινή (Έλληνο) Ορθόδοξη λαϊκή πράξη και κουλτούρα καθώς φτύνουμε τους ωραίους ανθρώπους να μην πάθουν τίποτε από τη ζήλια και τις κακές δυνάμεις - όπως παριστάνεται με κωμικό τρόπο και στην ταινία “MyBigFatGreekWedding”!  Σ’ολα τα Ορθόδοξα μυστήρια δηλαδή, υπάρχει μια έντονη χρήση και συμμετοχή της ύλης και μία σαφή σωματική διάσταση.  Στο γάμο χρησιμοποιούμε βέρες, στέφανα, κρασί, και καταλήγουμε με λειτουργικό χορό.  Στο ευχέλαιο χρησιμοποιούμε αλεύρι και κεριά και χριόμαστε με λάδι, στην εξομολόγηση βλέπουμε τον ιερέα πρόσωπο με πρόσωπο (δηλαδή δεν κρύβεται ο παππάς σε ειδικό θάλαμο όπως όπως ήταν η πράξη Δυτικών Χριστιανών κάποτε), και στην τελική συγχωρετική ευχή γονατίζει ο πιστός και έτσι συμμετέχει όλο το σώμα.  Στην βάπτιση η συμμετοχή της ύλης στο μυστήριο εμφανίζεται ακόμη πιο περίτρανα εφόσον βυθίζουμε τον νεόφυτο εντελώς στο νερό, τον λαδώνουμε εντελώς με ελαιόλαδο και χρίσμα και του δίνουμε αμέσως Θεία Κοινωνία (δεν ραντίζουμε δηλαδή, και δεν καθυστερούμε το μυστήριο του χρίσματος και την συμμετοχή στην Ευχαριστία).  Η Θεία κοινωνία δίδεται στους λαϊκούς όπως στους ιερείς ως Σώμα και Αίμα (μάλιστα, μέχρι τον 10ο αιώνα δεν χρησιμοποιούνταν ούτε «λαβίδες» [κουτάλια] για τη μετάληψη των λαϊκών και ελάμβαναν το σώμα κατ’ευθείαν στα χέρια τους όπως είναι η πράξη των κληρικών μέχρι και σήμερα).  Αυτά σε αντιδιαστολή με τις πιο πολλές μη Ορθόδοξες κοινότητες στις οποίες η Θεία Κοινωνία (αν υπάρχει Θεία Κοινωνία!) δίδεται στους λαϊκούς μόνο σε μορφή Σώματος  και όχι ως «Αίμα».  Μάλιστα, το «ψωμί» που χρησιμοποιούν για το Σώμα στη Θεία Κοινωνία είναι τόσο ξεκομμένο από την υλική πραγματικότητα του ψωμιού ώστε να μη μοιάζει καθόλου με ψωμί! (εδώ αναφερόμαστε στα μικρά δισκοειδή «wafers» [όστια] που χρησιμοποιούν μερικές δυτικές εκκλησίες, και που παραγγέλνονται κι’όλας online!).  Υπάρχει μια αίσθηση δηλαδή ότι τα μυστήρια των μη Ορθοδόξων (αν έχουν μυστήρια καν) είναι πιο συμβολικά, λιγότερα υλικά και συνεπώς λιγότερα «αληθινά». Εδώ πάλι φαίνεται ο σύνδεσμος μεταξύ θεολογικής διδασκαλίας και λειτουργικής πράξεως.  Η Θεολογία των δυτικών που δεν τονίζει τόσο πολύ την ενσάρκωση και την Ανάσταση οδήγησε και σε ανάλογες λειτουργικές πράξεις στα μυστήριά τους που δεν τονίζουν την υλική διάσταση της πραγματικότητας.  Στα δικά μας μυστήρια η υλική αυτή διάστασή τονίζεται ακριβώς διότι η Θεολογία μας λέγει ότι ο Θεός δημιούργησε όλον τον υλικό κόσμο και επομένως, ήταν «καλώς λίαν» (Γεν. 1:31).
Παρουσιάσαμε τα λίγα αυτά παραδείγματα ως επιβεβαίωση του συνδέσμου μεταξύ Θεολογίας και Λατρείας.  Αυτό δηλαδή που πιστεύουμε Θεολογικά είναι ακριβώς αυτό που προσευχόμαστε στις εκκλησίες μας.  Ο,τι δηλαδή κάνουμε στις λατρευτικές συνάξεις μας είναι ακριβώς αυτό που διδάσκεται στη Βίβλο, στα διδάγματα των Πατέρων της Εκκλησίας και στα θεολογικά βιβλία.  Αν και πολλοί έχουν ξεχάσει τον σύνδεσμο αυτό μεταξύ Θεολογίας και Λειτουργίας, στους Ορθόδοξους κύκλους ιδίως υπάρχει ελπίδα ότι μπορεί να γίνει κοινή εμπειρία ξανά όπως ήταν στην αρχαία Εκκλησία διότι ο σύνδεσμος αυτός στην περίπτωσή  μας δεν έχει εξαφανιστεί, μάλλον υπάρχει ενσωματωμένος στη λατρεία μας και στα λατρευτικά οικοδομήματά μας όπως δείξαμε ανωτέρω.  Το μόνο που πρέπει να κάνουμε για να αποκτήσουμε ξανά αυτήν την εμπειρία και να αποκαλύψουμε αυτήν την σχέση μεταξύ Θεολογίας και Λατρείας είναι να συμμετέχουμε ενεργώς στις ακολουθίες μας – δεν πρέπει απλώς να «παρατηρούμε» ως ακροατές, δηλαδή να «ακούμε» τη λειτουργία και τα μυστήρια σαν να γίνεται θέατρο μπροστά μας, μάλλον πρέπει  τα βιώνουμε όπως τα βίωσαν στην αρχαία Εκκλησία.  Έτσι μπορούμε να γίνουμε όλοι μαζί αληθινοί «Θεολόγοι», δηλαδή, άνθρωποι της προσευχής που έχουν ενωθεί δια μέσω της Λειτουργίας με τον Χριστό «εν Πνεύματι και αληθεία» (Ιωανν. 4:24 ).  Μόνο έτσι μπορεί αυτή η εμπειρία να ξεχειλίζει μετά τη Λειτουργία στη καθημερινή μας ζωή όπου μπορούμε να γίνουμε φωστήρες και μάρτυρες της πραγματικής πνευματικής διαστάσεως της ζωής, για την οποία διψά τόσο πολύ ο κόσμος.  Με τον τρόπο αυτό βιώνουμε όντως και δείχνουμε στο κόσμο αυτό που λέγει ο 33ος Ψαλμός που ψέλνουμε τόσο πολύ συχνά στην Εκκλησία μας: «γεύσασθε και είδετε ότι χρηστός ο Κύριος!»